στάλυξ

στάλυξ
ἡ, Α
(κατά τον Ζωναρ.) «σταλαγμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταλάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοστάλυξ — νεοστάλυξ, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεοδάκρυτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στάλυξ* «σταλαγμός»] …   Dictionary of Greek

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”